ορίολος

ορίολος
(oriolus oriolus). Πουλί της οικογένειας των οριολιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Ο o., που έχει συνολικό μήκος περίπου 25 εκ., φωλιάζει στην Ευρώπη, όχι πέρα από τον βόρειο παράλληλο 63° και στη νοτιοδυτική Ασία και διαχειμάζει στην τροπική και νότια Αφρική, καθώς και στη Μαδαγασκάρη. Το θηλυκό διαφέρει από το αρσενικό για το λιγότερο εντυπωσιακό φτέρωμά του στο οποίο, στη θέση του ζωηρού κίτρινου και μαύρου, κυριαρχεί το λαδί χρώμα στη ράχη και το ανοιχτό γκρίζο στο στήθος και στην κοιλιά. Ο ο. είναι καθαρά δεντρόβιος και δεν ζει κατά σμήνη· τρώει έντομα και τις προνύμφες τους, και κατά το τέλος του καλοκαιριού και διάφορα φρούτα. Τη φωλιά του, που έχει σχήμα πανεριού, την κατασκευάζει στο ψηλότερο μέρος των φυλλωμάτων, ανάμεσα στα κλαδιά: στο τέλος της άνοιξης το θηλυκό γεννά 4-5 άσπρα αβγά με κοκκινοκαστανές βουλίτσες. Στην επώαση, που διαρκεί περίπου δύο εβδομάδες, παίρνουν μέρος εναλλάξ και το αρσενικό και το θηλυκό. Ορίολος (oriolus oriolus). To στρουθιόμορφο αυτό πουλί είναι διαδομένο στην Ευρώπη και στη νοτιοδυτική Ασία. Τρέφεται κυρίως με έντομα και το φθινόπωρο με διάφορα φρούτα.
* * *
ο
ζωολ. ξηροβατικό αποδημητικό πτηνό με κίτρινα πούπουλα και μαύρα φτερά και ουρά, κν. συκοφάγος ή συκάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συκαλάς — ο, Ν το πτηνό ορίολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + κατάλ. αλάς πρβλ. κρεμαντ αλάς)] …   Dictionary of Greek

  • συκαλλίδα — η / συκαλλίς, ίδος, ΝΑ, και συκαλίς Α είδος μικρού ωδικού πτηνού, ο ορίολος ή συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + υποκορ. κατάλ. αλ(λ)ίς (πρβλ. πυρ αλ[λ]ίς)] …   Dictionary of Greek

  • συκολέβι — το, Ν το πτηνό ορίολος, ο συκοφάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”